fourreau
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
fourreau (fr) αρσενικό
- μεταλλικός, δερμάτινος ή υφασμάτινος σκελετός, θήκη για την τοποθέτηση ή φύλαξη μικρών αντικειμένων, κυρίως το θηκάρι για σπαθιά ή μαχαίρια
- παλιότερα, φουρό, μεσοφόρι
- τα ανδρικά όργανα αναπαραγωγής