fox
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fox | foxes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fox < αρχαία αγγλική fox
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fox (en)
- (θηλαστικό ζώο) αλεπού
- όνομα αστερισμού· βλέπε Fox