foyer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
foyer < υστερολατινική focarius < λατινική focus
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: φουαγιέ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fwa.je/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
foyer foyers

foyer (fr) αρσενικό

  1. η εστία
  2. το φουαγιέ, η σάλα, η αίθουσα όπου οι σύνεδροι ή οι μαθητές μπορούν να χαλαρώνουν
  3. το κυλικείο



Προφορά

[επεξεργασία]
ως ‹fuaje›

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

foyer (pl) ουδέτερο