fracção
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fracção | fracções |
fracção (pt) θηλυκό
- (μαθηματικά) το κλάσμα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fracção | fracções |
fracção (pt) θηλυκό