fracture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˈfraktʃə/, /ˈfɹæk.tʃɘ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fracture (en)

  1. το κάταγμα
  2. το σπάσιμο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fracture fractures

fracture (fr) θηλυκό

  1. το κάταγμα
  2. το σπάσιμο
  3. (ανατομία) η θλάση

Συγγενικά

[επεξεργασία]