fraise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fraise fraises

fraise (fr) θηλυκό

  1. (φρούτο) η φράουλα
  2. (οικείο) το μούτρο, το πρόσωπο
  3. (οικείο) το αγγείωμα