francophilie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
francophilie francophilies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

francophilie (fr) θηλυκό