frein à main
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
frein à main | freins à main |
frein à main (fr) αρσενικό
- το χειρόφρενο
- il a serré le frein à main - τράβηξε το χειρόφρενο
- avec le frein à main serré - με δεμένο το χειρόφρενο