friendship

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
friendship friendships

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
friendship < friend + -ship

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

friendship (en)

  1. (μετρήσιμο) η φιλία, μια σχέση μεταξύ φίλων
    an old friendship - παλιά φιλία
  2. (μη μετρήσιμο) η φιλία, το να είναι φίλοι
    I did it out of friendship.
    Το έκανα από φιλία.