frime
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
frime | frimes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]frime (fr) θηλυκό
- (οικείο) η επίδειξη, ο εντυπωσιασμός
ενικός | πληθυντικός |
frime | frimes |
frime (fr) θηλυκό