friqué
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | friqué | friqués |
θηλυκό | friquée | friquées |
friqué (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]friqué (fr) αρσενικό
- ο παραλής