froufrou

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
froufrou froufrous

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

froufrou (fr) αρσενικό

  1. φρουφρού
  2. θρόισμα