frugivore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
frugivore < λατινική frux (γενική: frugis) + -vore

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fʁyʒivɔʁ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
frugivore frugivores

frugivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό