fumier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fumier | fumiers |
fumier (fr) θηλυκό
- η κοπριά
ενικός | πληθυντικός |
fumier | fumiers |
fumier (fr) θηλυκό