fund

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fund funds

fund (en)

  1. το ταμείο, το αποθεματικό, ένα χρηματικό ποσό που έχει εξοικονομηθεί ή έχει διατεθεί για συγκεκριμένο σκοπό
    The goal of this fund is to achieve the improved, expanded, and viable use of basic social and economic services.
    Ο στόχος του ταμείου αυτού είναι να επιτύχει τη βελτιωμένη, επεκτεταμένη και βιώσιμη χρήση βασικών κοινωνικών και οικονομικών υπηρεσιών.
    an extraordinary reserve fund - έκτακτο αποθεματικό
  2. (μόνο πληθυντικός) τα κεφάλαια, το αντίκρισμα, ο έρανος, χρήματα που είναι διαθέσιμα για ξόδεμα
    They raised funds.
    Συγκέντρωσαν κεφάλια.
    I don’t have sufficient funds.
    Δεν έχω αρκετά κεφάλαια.
    a check without funds/a check with non-sufficient funds - επιταγή χωρίς αντίκρισμα
    We raised funds at school to buy a gift for…
    Κάναμε έρανο στο σχολείο να αγοράσουμε δώρο για…
  3. οργανισμός διαχείρισης επενδύσεων

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
ενεστώτας fund
γ΄ ενικό ενεστώτα funds
αόριστος funded
παθητική μετοχή funded
ενεργητική μετοχή funding

fund (en)

  • χρηματοδοτώ, παρέχω σε οργάνωση ή άτομο χρήματα για ορισμένο έργο ή σκοπό
    The government funds new industries.
    Η κυβέρνηση χρηματοδοτεί νέες βιομηχανικές μονάδες.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fund (ro) ουδέτερο