générale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
générale générales

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

générale (fr) θηλυκό

  • η τελική πρόβα ενός θεατρικού ή μουσικού έργου μπροστά σε ένα προνομιούχο κοινό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]