gönül

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɟɶˈnʏl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gönül (tr)

  1. (μεταφορικά) καρδιά, το μέρος που θεωρείται η πηγή των αισθημάτων, των παθών, της ηθικής
     συνώνυμα: kalp, yürek
  2. (μεταφορικά) καρδιά, διάθεση, επιθυμία
    okumaya gönlün var mı? — κάνεις καρδιά να συνεχίσεις την εκπαίδευσή σου;

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]