gabion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gabion | gabions |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gabion < (άμεσο δάνειο) ιταλική gabbione < gabbia (κλουβί)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gabion (fr) αρσενικό