gaff

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gaff (en)

  1. εργαλείο ψαρέματος, ένα στυλιάρι που έχει προσαρμοσμένο στην άκρη του ένα μεγάλο αγκίστρι
  2. η γκάφα
  3. το κόλπο, η πλεκτάνη