gaillardise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
gaillardise gaillardises

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gaillardise (fr) θηλυκό