galère

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
galère galères

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

galère (fr) θηλυκό

  1. η γαλέρα
  2. (οικείο) το κάτεργο