garde

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό 1

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
garde gardes

garde (fr) θηλυκό

  1. η φύλαξη, η φρούρηση
  2. η φρουρά, το καραούλι

Ουσιαστικό 2

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
garde gardes

garde (fr) αρσενικό