gardienne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gardienne gardiennes

gardienne (fr) θηλυκό

  1. η φύλακας
  2. η θυρωρός