garnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- garnement < παλαιά γαλλική garnement < garnir + -ment
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
garnement | garnements |
garnement (fr) αρσενικό
- ο αλήτης, το παλιόπαιδο