garum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
garum < αρχαία ελληνική γάρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

garum

  1. (γαστρονομία) αλατισμένο νερό, στο οποίο συντηρούνται τρόφιμα (ψάρια, ελιές, λαχανικά κ.λπ.).
     συνώνυμα: άλμη, σαλαμούρα
  2. (γαστρονομία) σάλτσα που παρασκευάζεται από μικρά ψάρια, εντόσθια ψαριών, λάδι και λεμόνι και κυρίως από την δίμηνη ζύμωση του γάρου