gas carrier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gas carrier | gas carriers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɡæs ˈkærɪə/
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]gas carrier (en)
- (ναυτικός όρος) το υγραεριοφόρο, το υγραεριοφόρο πλοίο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- gas carrier στην αγγλική Βικιπαίδεια