gavel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˈgævəl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gavel (en)

  • το σφυρί που χρησιμοποιεί ο πρόεδρος του δικαστηρίου, ο υπεύθυνος μιας δημοπρασίας, ο πρόεδρος της βουλής ή άλλος ρυθμιστής και επόπτης της σειράς των ομιλούντων
    σφυρί προεδρεύοντος