gazoduc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gazoduc | gazoducs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gazoduc (fr) αρσενικό
- ο αεριαγωγός, o αγωγός φυσικού αερίου
ενικός | πληθυντικός |
gazoduc | gazoducs |
gazoduc (fr) αρσενικό