geek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡiːk/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
geek geeks

geek (en)

  1. (μειωτικό) σπασίκλας
  2. κομπιουτεράς
     συνώνυμα: computer nerd