gener

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gener (ca)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
Οι μήνες του χρόνου
Ιανουάριος Φεβρουάριος Μάρτιος Απρίλιος
gener febrer març abril
Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος
maig juny juliol agost
Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος
setembre octubre novembre desembre

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gener < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gener (la) αρσενικό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική gener generī
γενική generī generōrum
δοτική generō generīs
αιτιατική generum generōs
κλητική gener generī
αφαιρετική generō generīs
(β' κλίση)
δοτική ενικού: generi, ονομαστική πληθυντικού: generes, δοτική πληθυντικού: generibus