generalisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
generalisation | generalisations |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌdʒen.ə r.əl.əˈzeɪ.ʃən/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]generalisation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (βρετανική γραφή) η γενίκευση
- ↪ Statistics help us make generalisations about different age groups.
- Τα στατιστικά μάς βοηθάνε να κάνουμε γενικεύσεις σχετικά με διαφορετικές ηλικιακές ομάδες.
- ↪ Statistics help us make generalisations about different age groups.