gentrification
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)=
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gentrification | gentrifications |
gentrification (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
gentrification | gentrifications |
gentrification (fr) θηλυκό