germaniste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
germaniste germanistes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

germaniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό