ghiandola

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ghiandola < λατινική glandŭla, υποκοριστικό του glans

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ghiandola ghiandole

ghiandola (it)