girole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
girole giroles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

girole (fr)

  1. είδος μανιταριού
  2. είδος κουζινικού σκεύους