glamour

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
glamour glamours

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
glamour < προέλευσης από τη γλώσσα σκοτς glamer αβέβαιου ετύμου. Κατά μία θεωρία σχετίζεται με την ελληνιστική γραμμάριον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

glamour (en)

  1. αίγλη
  2. ξόρκι

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • glamor (σπάνια γραφή και στις ΗΠΑ)