glanage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
glanage | glanages |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]glanage (fr) αρσενικό
- η σταχυολόγηση, το σταχολόγημα, το σταχυολόγημα
ενικός | πληθυντικός |
glanage | glanages |
glanage (fr) αρσενικό