glanage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
glanage glanages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

glanage (fr) αρσενικό