go haywire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]go haywire (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) γίνεται σαν της τρελής (τα μαλλιά)
- ↪ My plans have gone haywire.
- Τα σχέδια έγιναν σαν της τρελής (τα μαλλιά).
- ↪ My plans have gone haywire.