go round
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | go round |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes round |
αόριστος | went round |
παθητική μετοχή | gone round |
ενεργητική μετοχή | going round |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
go round (en)
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά) άλλη γραφή του go around