go too far

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
go too far < → δείτε τις λέξεις go, too και far

Έκφραση

[επεξεργασία]

go too far (en)

  • (ιδιωματισμός) προχωρώ πολύ, συμπεριφέρομαι με έναν ακραίο τρόπο που δεν είναι αποδεκτός
    Don’t you think you’ve gone too far?
    Δε νομίζεις ότι πολύ προχώρησες;