gomme-résine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
gomme-résine | gommes-résines |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gomme-résine (fr) θηλυκό
- κομμεορρητίνη, φυσικό μείγμα κόμμεος και ρητίνης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη gommer