good
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | good |
συγκριτικός | better |
υπερθετικός | best |
good (en)
- καλός, που έχει μια χρήσιμη ή βοηθητική επίδραση σε κάποιον ή κάτι
- ↪ This is good for your health.
- Αυτό είναι καλό για την υγεία σου.
- ↪ This is good for your health.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
με τις προθέσεις:
- good at: καλός σε κάτι
- good in: καλός σε κάτι συγκεκριμένο που έχει περιγραφεί ή όταν είθισται ως έκφραση
- good thing
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Λήμματα με τον όρο 'good' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'good' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | good |
συγκριτικός | better |
υπερθετικός | best |
good (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
good | goods |
good (en)