gorge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gorge gorges

gorge (en)

  1. (γεωγραφία) το φαράγγι
     συνώνυμα: ravine, valley, canyon, dale
  2. (ανθρώπινο σώμα) ο λαιμός, ο οισοφάγος
ενεστώτας gorge
γ΄ ενικό ενεστώτα gorges
αόριστος gorged
παθητική μετοχή gorged
ενεργητική μετοχή gorging

gorge (en)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gorge (fr)

  1. (ανθρώπινο σώμα) ο λαιμός
  2. (ανθρώπινο σώμα) το στήθος, ο μαστός
  3. (γεωγραφία) το φαράγγι, ο στενωπός

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]