gradient

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gradient (en)

  1. κλίση
  2. (μαθηματικά) το ανάδελτα μίας συνάρτησης πολλών μεταβλητών
    • δυναμική διαφορά πεδίου
    • δυναμική διαβάθμιση μεταβλητής
  3. βαθμιαία μεταβολή σε χρώμα

Επίθετο

[επεξεργασία]

gradient (en)

  1. διαβαθμισμένος
  2. (βιολογία) βαδιστικός

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • gradient στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια