graduation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]graduation (en)
- η αποφοίτηση
- η βαθμονομική εγχάραξη
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- graduation < graduer
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
graduation | graduations |
graduation (fr) θηλυκό