grammatikk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νεονορβηγικά (nn)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grammatikk (nn)
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grammatikk (no)
grammatikk (nn)
grammatikk (no)