grapple
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]- πλακώνομαι
- πασχίζω
- γατζώνω, -ομαι με πολιορκητικό γάντζο και εφορμώ[1]
- αγραμπαλώνομαι, σκαρφαλώνω, γατζώνομαι για να επιτεθώ, να κυριεύσω φρούριο, πλοίο κτλ.