gravifique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gravifique < λατινική gravis + -fique

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gravifique gravifiques

gravifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]