gravy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˈɡreɪvi/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

αβέβαιη, ίσως από εσφαλμένη ανάγνωση του παλαιογαλλικού grané

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ενικός αριθμός: gravy (en)
πληθυντικός αριθμός: gravies (en) (για διαφορετικές σάλτσες· και χωρίς πληθυντικό)

  1. ο ζωμός, η σάλτσα ως αποτέλεσμα μαγειρεμένου κρέατος
  2. τα απαίδευτα χρήματα, τα τυχερά λεφτά, χρήματα που αποκτήθηκαν από τύχη ή χωρίς κόπο