grimoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
grimoire < παλαιά γαλλική gramaire

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡʁi.mwaʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grimoire grimoires

grimoire (fr) αρσενικό